- συνδίκους
- σύνδικοςone who helps in a court of justicemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυνδίκους — συνδίκους , σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύθνος — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 676 κάτ.) της Κύθνου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού, 7 χλμ. Β του λιμανιού του Μέριχα. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου του νομού Κυκλάδων. II Νησί (99 τ. χλμ., 1.608 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στις… … Dictionary of Greek